θερειγενής

θερειγενής
θερειγενής, -ές (Α)
1. αυτός που φυτρώνει ή φουντώνει κατά το καλοκαίρι
2. θερμός («θερειγενή ὕδατα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -γενής (< γένος), πρβλ. εγ-γενής, συγ-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερειγενές — θερειγενής growing in summer masc/fem voc sg θερειγενής growing in summer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειγενέος — θερειγενής growing in summer masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειγενέων — θερειγενής growing in summer masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”